Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στις 14 Δεκεμβρίου 1924. Με τον πατέρα μου και με τη μητέρα μου κατεβήκαμε εδώ στην Αθήνα. Το 1935 άλλαξε η κυβέρνηση κι ο πατέρας μου θέλησε να πάμε στο στην Παλαιστίνη τότε. Ήτανε το όνειρο όλων να φύγουνε από την Αθηνά και να πάμε εκεί, στην Παλαιστίνη. Όταν φτάσαμε εκεί ο πατέρας μου, θυμάμαι, είχε κρατήσει ένα δωμάτιο στο Τελ Αβίβ.
Μας είπανε ότι υπήρχε ο διωγμός τότε των Εβραίων από τη Γερμανία. Κι ότι οι διάφοροι οι οποίοι υπήρχαν εκεί, άτομα τα οποία ήτανε καθηγητές στα πανεπιστήμια στο Βερολίνο κι οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από το τη ναζιστική εκείνη εποχή, τους είχαν αφήσει να πάρουν μόνο τα αυτοκίνητά τους. Οπότε στο Τελ Αβίβ κυκλοφορούσαν κάτι αυτοκίνητα Rolls-Royce, τεράστια αυτοκίνητα, ωραία.
Ο πατέρας μου είχε κρατήσει μία θέση στο σχολείο κι επί έναν χρόνο έμεινα στο σχολείο αυτό, το οποίο έμαθα την εβραϊκή γλώσσα, έμαθα το τρόπο που ζούνε στη Παλαιστίνη κι ήταν η αρχή με τους Άραβες τότε. Και θυμάμαι μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ότι ένας Άραβας είχε προσπαθήσει να σκοτώσει κάποιον στη γωνία του σχολείου. Μείναμε έναν χρόνο, οργάνωσε το γραφείο στη Χάιφα κι από εκεί και πέρα ξαναγυρίσαμε στην Ελλάδα. Το ‘37 ήμουν εσωτερικός στο Κολλέγιο Αθηνών. Στο Κολλέγιο έμεινα μέχρι το 1940 που έγινε ο πόλεμος, πλέον ήρθε στην Ελλάδα.
Το ‘40, όταν έγινε ο πόλεμος στην Ελλάδα, αισθάνθηκα ότι τα πράγματα δε θα είναι ευχάριστα. Εμείς χρωστάμε πολύ σε κάποιο άτομο. Έκτος από τους φίλους που μας βοήθησαν, την οικογένεια Εφραίμογλου. Ήτανε ο γενικός διευθυντής της αστυνομίας, ο οποίος μας τροφοδότησε με ψεύτικες ταυτότητες. Δε λεγόμουν πλέον Γκορμεζάνο. Λεγόμουν Δημήτρης Αβραλής. Ξέραμε τι έγινε στη Θεσσαλονίκη και περιμέναμε ότι θα γίνει και στην Αθήνα.
Ο πατέρας μου σιγά-σιγά κατάφερε να μας βρει έναν τρόπο να φύγουμε. Και να πάμε που; Στο Τσεσμέ. Ήμασταν αρκετοί. Ήτανε αξιωματικοί του στρατού, κάτι της αστυνομίας και δύο-τρεις άλλοι Εβραίοι, μεταξύ των οποίων ο πατέρας μου, η μητέρα μου κι εγώ. Ήταν μια βάρκα σχεδόν, μπήκαμε μέσα και πηγαίναμε προς την Εύβοια. Εκείνη τη στιγμή μας πιάσανε.
Μείναμε σε ένα σπίτι στη Ραφήνα τρεις μέρες. Τις γυναίκες τις αφήσανε. Κάποια στιγμή, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ένας Γερμανός αξιωματικός, το πρόσωπό του ήταν σαν να έχει φάει μια μαχαιριά εκεί. Και με φωνές, μας έβγαλε έξω. Τριάντα ήταν όλοι και μας έβαλε όλους στον τοίχο.
Κι άρχισε τα ονόματα. Ο ένας τρέμοντας, ξέχασε το όνομα του. Από εκεί και πέρα με πολυβόλο άρχισε να χτυπάει. Και σταμάτησε το πολυβόλο, σταμάτησε το πολυβόλο, με δύο άτομα πριν από εμένα και τον πατέρα μου.
Αυτοί που μείναμε μπήκαμε στην ουρά για να μας εξετάσει ο Γερμανός. Εγώ του έλεγα του πατέρα μου: «Μπαμπά, άσε με να φύγω!» «Μην κουνηθείς! Εγώ θα σε σώσω».
«Αβραλής!» Μπαίνει ο πατέρας μου μέσα, ο Γερμανός καθισμένος μπροστά σ’ ένα γραφείο, δύο Γερμανοί με τις ξιφολόγχες δίπλα. Όταν τελείωνε σχεδόν με τον Γερμανό ο πατέρας μου είπε μια λέξη γερμανικά. Αυτό το κτήνος λέει:
«Μιλάς γερμανικά;» λέει.
«Ναι».
«Γιατί είσαι εδώ τότε;» λέει.
«Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ, αλλά είμαι εδώ διότι θέλαμε να πάμε στην Εύβοια για να πάρουμε λάδι».
Λέει: «Από που μάθατε τα γερμανικά;»
Λέει ο πατέρας μου: «Στο Αμβούργο».
«Στο Αμβούργο; Πηγαίνατε στο Αμβούργο;» λέει.
«Ναι».
«Από το Αμβούργο είμαι κι εγώ».
Του δίνει την ταυτότητα, του λέει: «Πάρε την ταυτότητα, σε παρακαλώ να ακούσετε τώρα τη γερμανική κυβέρνηση και τίποτε άλλο».
Λέει ο μπαμπάς: «Έχει και τον γιο μου».
«Είναι ο γιος σου εδώ;»
«Ναι».
«Εντάξει, φώναξέ τον. Φύγε εσύ».
Εγώ γερμανικά δεν ήξερα, αλλά κάτι λέξεις ήξερα. Σε κάποια ορισμένη στιγμή με ρώτησε ο διερμηνέας:
«Το όνομά σας;»
«Δημήτρης Αβραλής».
Λέει ο Γερμανός, το άκουσε: «Πες του ότι ο πατέρας του είπε ότι είσαστε Εβραίοι, να το παραδεχτεί».
Κι εμένα με πιάνουν τα νεύρα μου και λέω: «Όσο είναι Εβραίος ο κύριος υπολοχαγός, είμαι κι εγώ Εβραίος!»
Κι έρχεται ένας στρατιώτης και μου μπήγει εδώ στο πόδι μου κάτω το όπλο του. Τρελάθηκα από τον πόνο. Μου πετάει την ταυτότητα και λέει: «Φύγε».
Την άλλη μέρα, δεμένο το πόδι μου μ’ ένα μαντήλι, δεν πονούσα. Η αυτή της ζωής… Να ζήσω, ήθελα να ζήσω, ακόμα και τον πόνο δεν αισθανόμουν. Κι η μητέρα μου όταν άκουσε ότι ζήσαμε, ζούμε, συναντηθήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, να πάμε στην Αγία Παρασκευή. Οι δρόμοι τότε ήταν χώμα και περπατήσαμε, περπατούσαμε, εγώ κούτσαινα, περπατούσαμε και σε κάποια στιγμή από ένα δέντρο είδαμε δύο πτώματα, τα οποία τα είχανε σκοτώσει.
Δεν είχαμε τίποτα, τίποτα. Πήγαμε σ’ ένα καφενείο, είχαν ακούσει για εμάς. Λέει ο πατέρας μου: «Μπορούμε να κάνουμε ένα τηλέφωνο;» Τότε τηλέφωνο από την Αγία Παρασκευή στην Αθήνα ήταν ολόκληρη φασαρία. Παίρνει τον Εφραίμογλου. Κι ο Εφραίμογλου λέει:
«Θεέ μου! Είσαι, πραγματικά ζεις;»
«Ναι», λέει.
«Τίποτα, μην κάνεις τίποτα, θα πας σε αυτήν τη διεύθυνση, θα χτυπήσεις την πόρτα τρεις φορές και θα σου ανοίξουν κι από εκεί και πέρα άσε τα αυτά σε μένα».
Πήγαμε σε αυτό το σπίτι, βγήκε κάποιος ο οποίος ήταν γιατρός, ο οποίος ήταν με την αντίσταση. Μας πήρε, κοίταξε το πόδι μου, μου το έδεσε, μου το έκανε και το πρωί στις πέντε μου λέει:
«Γρήγορα, σηκωθείτε να φύγετε!»
«Πού να πάμε;» λέω.
«Φύγετε, διότι οι Γερμανοί κάνουν μπλόκο!»
Φύγαμε από την Αγία Παρασκευή, περπατήσαμε και πήγαμε στο Κολλέγιο, πίσω από το Κολλέγιο, εκεί που έμενε ο κύριος Φυλακτόπουλος, ο γενικός διευθυντής του οικοτροφείου, διότι ήμουν οικότροφος τότε. Χτυπήσαμε την πόρτα, άνοιξε η πόρτα, βγήκε ο κύριος Φυλακτόπουλος κι είδε τον μπαμπά μου.
Ο μπαμπάς μου δεν είπε μια κουβέντα. Πήγε στον Φυλακτόπουλο, τον αγκάλιασε κι έσπασε σε κλάματα. Είδα τον πατέρα μου να κλαίει κι έλεγα: «Αυτός ο άνθρωπος κλαίει; Ο πατέρας μου;»
Ήμασταν σ’ ένα σπίτι στο Ψυχικό, το οποίο ήταν παλιό σπιτάκι. Το κανόνισε ο κύριος Φυλακτόπουλος. Ήτανε ακριβώς απέναντι από ένα άλλο σπίτι όπου ήτανε γνωστοί μας τότε και παρακάτω στο αριστερό μέρος, στο μεγάλο σπίτι που υπήρχε εκεί, ήτανε ο αρχηγός των Ες-Ες. Ο οποίος έμενε, δηλαδή, εκατό μέτρα από εκεί που κρυβόμασταν εμείς.
Ακούγαμε το βράδυ με τα σκυλιά που είχανε να περνάνε από το σπίτι πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Στο σπίτι που μέναμε αυτό είχε απάνω στην οροφή, στην κουζίνα, ένα άνοιγμα που έκλεινε και μια σκάλα. Κάθε φορά που υπήρχε αυτός ο θόρυβος ο πατέρας μου κι εγώ ανεβαίναμε με τον μπαμπά εκεί, κλείναμε από πάνω και κοιμόμασταν σ’ ένα κομμάτι που ήταν ένα μέτρο, που ήταν τα αυτά του σπιτιού, ήτανε αυτό τσιμέντο και καθόμασταν εκεί ωσότου περάσει η ώρα. Η μητέρα μου έκανε τη γυναίκα η οποία καθάριζε το σπίτι κι όλα αυτά κλπ. Κι όταν περνούσαν πλέον αυτοί, η μαμά μας έκανε νόημα και κατεβαίναμε.
Εγώ είχα δε κι ο πατέρας μου την ευκαιρία, ήρεμα, να γράψουμε την ιστορία μας. Εγώ έκανα ποιήματα. Ο πατέρας μου έγραψε και προέβλεψε το 1942-‘43 ό,τι είναι, την κοινή αγορά. Εγώ εκείνη την εποχή μορφώθηκα πάρα πολύ, διότι στο σπίτι αυτό υπήρχε μια βιβλιοθήκη η οποία είχε πέντε χιλιάδες βιβλία.
Το σπίτι είχε ένα γατάκι, το γατάκι αυτό το αγάπησα. Όταν πέθανε το γατάκι, δεν ξέρω γιατί, δεν μπορούσα να συνέλθω τουλάχιστον μια εβδομάδα. Το γατάκι που πέθανε.
Δεν μπορούσα να βγω στο παράθυρο διότι φοβόμουν μη με δούνε, οπότε πήγαινα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά συρόμενος σε μια βεράντα κλειστή κι είχα παρακαλέσει τον κύριο Κότση, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του που μένανε εκεί, να μου φέρει τούβλα, ναι, τούβλα. Έκανα ένα κηπάκι δικό μου και φύτεψα, τι νομίζετε; Φακές. Γιατί φακές; Ήθελα να δω τη ζωή! Οι φακές βγαίνουν πολύ γρήγορα και καθόμουν κάθε πρωί να δω, βγήκανε; Δε βγήκανε; Και κάποια στιγμή είδα τις φακές να έχουνε βγει σε όλο το κομμάτι το οποίο είχα βάλει, το αυτό. Το γατάκι πέθανε ναι, αλλά οι φακές; Πώς βγαίνουν οι φακές;
Δύο βδομάδες πριν την απελευθέρωση ένας μαθητής του Κολλεγίου, ο Δολασίκ, τον πιάσανε οι Γερμανοί και τον εκτελέσανε. Κι έλεγα γιατί ο Δολασίκ, εκείνη τη στιγμή; Για δύο εβδομάδες... για δύο εβδομάδες δε ζει πια.
Οκτώβριο του ‘44, περνούσαν αεροπλάνα, νομίζαμε ότι τι; Να κρυφτούμε. Κι όμως, όλος ο κόσμος έβγαινε έξω και φώναζε. Και ξαφνικά ο πατέρας μου μου λέει:
«Φεύγω».
«Πού πας;»
«Φεύγω». Και κατέβηκε στην Αθήνα, τρέχοντας.
Πήγε κι είδε ότι οι Γερμανοί φεύγουνε και γύρισε μετά μιάμιση ώρα, δύο ώρες, πώς; Κρατώντας τρεις σημαίες. Και τον έβλεπα από το παράθυρο, εκεί που είχα φυτέψει τα αυτά, πλέον είχα τη δύναμη να είμαι όρθιος. Κι εκείνη τη στιγμή έβλεπα εκεί τον μπαμπά να τρέχει με τις σημαίες!
Την επομένη, ήρθε ένα κάρο με ένα άλογο. Αυτό το άλογο δε θα το ξεχάσω ποτέ. Τον είχε στείλει ο Εφραίμογλου. Ένα κάρο, η μαμά επάνω στο κάρο, ο μπαμπάς κι εγώ δίπλα και κατεβαίναμε στην Αθήνα. Ούτε είχαμε, ούτε βαλίτσες, ούτε τίποτα, αυτά δεν υπήρχανε, αυτά. Εγώ χάιδευα συνέχεια το αλογάκι, δίπλα του προσπαθούσα κι εγώ, τι άλλο… ήταν το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου, εκείνη τη στιγμή.
Και πήγαμε στο σπίτι μας, στη Σκουφά 16, στο Κολωνάκι. Κι όταν φτάνουμε στο Κολωνάκι ο πατέρας μου, ούτε λεφτά είχε, ούτε τίποτα. «Τίποτα», λέει ο αυτός, «να είστε καλά, να με θυμάστε».
Η μαμά είχε κρατήσει κλειδί του σπιτιού κι ανεβαίνουμε πάνω στο σπίτι, στο τρίτο πάτωμα. Το σπίτι κλειστό και με αυτές κολλημένες, με τη γερμανική σφραγίδα, κατάσχεση του σπιτιού αυτού, τα είχανε κατασχέσει. Ανοίγουμε μέσα, ανοίγει ο μπαμπάς, το σπίτι άδειο.
Μπήκαμε μέσα, τι μας ενδιέφερε τώρα τι… εγώ έτοιμος να κάνω οτιδήποτε. Το βράδυ κοιμόμουνα στο πάτωμα, στο πάτωμα χωρίς τίποτα, διότι δεν είχαμε τίποτα τότε. Να κοιμηθούμε στο πάτωμα; Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. Γιατί; Διότι ήμασταν ελεύθεροι. Να υπομένεις οτιδήποτε, φτάνει να μην πονάς πια. Αυτό ήτανε. Και βεβαίως, ο μπαμπάς ξανάρχισε τη δουλειά, ήρθε το αυτό σιγά-σιγά και ζήσαμε.
Δύο πράγματα είναι στη ζωή. Να κοιτάζει κανείς την υγεία του και δεύτερον, να μη χάνει ποτέ, μα ποτέ, την ελπίδα.