Έδωσα εξετάσεις εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο για φυσικομαθηματικός. Η οικογένεια δεν είχε αυτοκίνητο. Αποφασίσαμε να αγοράσουμε αυτοκίνητο. Κάποιος φίλος, που παρακολουθούσε τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, μας πρότεινε κι εισηγήθηκε να πάρουμε ένα αυτοκίνητο μικρού κυβισμού μεν, αλλά διέπρεπε στους ελληνικούς αγώνες και λεγόταν NSU, NSU TT.
Το πήραμε, λοιπόν, χωρίς να έχω καταλάβει την ώρα που το αγόραζα ότι καθοριζόταν η ζωή μου από αυτό. Οι φίλοι μου, επειδή τέτοια αυτοκίνητα έτρεχαν σε αγώνες και σε μικρά κυβικά, με βάλανε να πάμε να δούμε αγώνα. Μέχρι τότε δεν μου άρεσαν καθόλου οι αγώνες. Είχαμε πάει κάτω στο Κιάτο, που στο Κιάτο ήτανε σημείο που μαζευόντουσαν τα αγωνιστικά, ταξίδευανε διαδρομές, υπήρχε ένας χρόνος που έτρεπε να φτάσουν εκεί και μετά πηγαίναν στο κομμάτι της χρονομετρημένες ειδικής διαδρομής, που ήταν το Κιάτο Σούλι. Υπήρχε ένα σημείο που ξαφνικά η ανηφόρα γινόταν κατηφόρα, υπήρχαν κάτι εσάκια με χώμα εκεί και καθίσαμε. Κι είδα να βγαίνει από τη στροφή πετώντας με τα πλάγια ένα άσπρο Escord και το έχασα μετά από λίγο, γιατί προσπαθούσα να καταλάβω αν είναι όνειρο! Το δεύτερο αυτοκίνητο έκανε το ίδιο πράγμα. Το τρίτο έκανε το ίδιο πράγμα.
Οι δύο Porsche έκαναν το ίδιο πράγμα, με κορυφαίους οδηγούς. Αφού ακούμπησε ένα αυτοκίνητο, η Porsche του Λαρούς, σε ένα ανάχωμα, έκανε πίσω κι έφυγε κι εμείς πιαστήκαμε στα χέρια, ποιος θα πάρει ένα φλας που είχε σπάσει σε δύο κομμάτια κι έπρεπε να τα κάνουμε τα κομμάτια τρια, ας πούμε, να τα πάρουμε αναμνηστικά. Είδα την ανάβαση, ενθουσιάστηκα. Μου άρεσε πολύ και σκέφτηκα ότι: «Αυτό θέλω να κάνω».
Μαζευόμασταν δυο-τρεις άνθρωποι, φίλοι, οι οποίοι κλείναμε ένα κομμάτι μιας διαδρομής, ώστε να μη χτυπήσουμε κάποιον άλλον, απομακρυσμένες περιοχές, τύπου Διόνυσος, Πάρνηθα. 11-12 το βράδυ στην Πάρνηθα πριν από πεντήντα χρόνια, μόνο κάναν ληστή θα μπορούσε να συναντήσεις. Βεβαίως, υπήρχαν όχι χτυπήματα με άλλους, αλλά απώλεια ελέγχου του αυτοκινήτου. Ήμουνα νέος οδηγός, όχι ιδιαίτερα έμπειρος, έως καθόλου. Είχα το μυαλό να ξέρω ποιες δυνάμεις ασκούνται στο αυτοκίνητο, λόγω του αντικειμένου της φυσικομαθηματικής. Αυτό μου έδωσε ένα πλεονέκτημα στο να κινηθώ πιο γρήγορα, αλλά βιαζόμουν να το ξεπεράσω και μερικές φορές, έκανα ολικές καταστροφές.
Μετά κάναμε αναβάσεις, διάφορα circuit νέων, ραλάκια, με αυτό το NSU. Και θυμάμαι μετά από το ‘71, κάναμε τον πρώτο αγώνα νέων οδηγών στο Τατόϊ. Εγώ με το NSU, τα άλλα αυτοκίνητα πολύ καλύτερα. Ήταν Porsche, ήταν Alfa Romeo, GTI, BMW 2000 κυβικά με πολλά άλογα… Και με το που ξεκίνησα, ας πούμε, κάποια στιγμή, έκλεισα πιο γρήγορα την πίστα και βγήκα πρώτος πάλι στην ευθεία! Και τη δεύτερη φορά είπαν όλοι: «Κάποιο λάθος θα είναι. Θα σβουρίξανε, θα κάναν τετακέ οι άλλοι και χώθηκε το NSU». Στον δεύτερο γύρο, απομακρύνθηκε πιο πολύ και πιο πολύ. Ο Κώστας Στεφανής, ένας δημοσιογράφος γνωστός και συνοδηγός μου μετά, μαζί με έναν μηχανικό που καθόρισε και αυτός ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της αγωνιστικής μου καριέρας τον Μπούμπη, τον Χρήστο τον Βαλασόπουλο, είπε ο Μπούμπης ότι: «Θέλω να τον γνωρίσω, Χρήστο, αυτός είναι… είναι άνεμος!»
Εγκατέλειψα το Πανεπιστήμιο, μπήκα με τα μούτρα πια κανονικά στον χώρο του μηχανοκίνητου. Κι ήταν το Ράλλυ Ακρόπολις εκείνη την εποχή. Με οδηγούς σπουδαίους: ήτανε ο Χάνον Νίκολα, ο Ούβε Άντερσον, ο Ρότζερ Κλάρκ και μετά ήταν και με την Porsche κι o Λαρούς. Eίπα λοιπόν ότι: «Ή προσπαθώ και μπορώ κάποια στιγμή να αναπτύξω ταχύτητες αυτού του επιπέδου, ή αλλιώς δεν ξέρω αν έχει και κανένα νόημα».
Μετά, κάποια στιγμή πήγα να κάνω τη θητεία μου στο Ναυτικό κι απαγορευότανε να συμμετέχω σε αγώνες όντας στην υπηρεσία του έθνους. Κι έβαλα ένα ψευδώνυμο κι έτρεχα όσο γίνεται. Δηλαδή, όταν το ανακάλυψε ο λιμενάρχης, γιατί ήμουν στο Λιμενικό, ετοιμαζόταν να μου ρίξει ποινή, που είχα εγκαταλείψει το λιμεναρχείο κι ήμουνα στην Πάρνηθα και χτύπαγα τα βράχια. Το «Ιαβέρης» βγαίνει από τους «Άθλιους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Αυτό το «Ιαβέρης» έμεινε, έμεινε, έμεινε και πήρε μπροστά του και το «κύριε». Μόλις έγινε «κύριε Ιαβέρη», έπαψε το ψευδώνυμο, είναι όνομα.
Το Ακρόπολις ήταν μια ιεροτελεστία ενός κορυφαίου αγωνίσματος, που έπρεπε, πριν αποφασίσεις να βάλεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτόν τον χώρο, θα έπρεπε να κάνεις την ανάλογη προετοιμασία για να μπορέσει να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες, τις ταχύτητες, τους κινδύνους που αντιμετωπίζεις. Οι οδηγοί οι επαγγελματίες ήταν από χώρες που χαρακτηρίζονται από την ταχύτητα τους: Φινλανδία, Σουηδία με τα χιόνια, Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία που σε άσφαλτο, Ιταλία. Ήταν πάρα πολύ σοβαροί, δεν ήταν καβαλημμένοι, ήταν ευγενικοί, τεκμηρίωναν, ήξεραν τι είναι αυτό που κάνουν.
Όταν είδα αυτούς τους ανθρώπους εκεί, την πρώτη φορά, στο Σούλι, δεν είπα μόνο ότι: «Θέλω να οδηγώ έτσι». Το βασικό κομμάτι εκεί είναι ότι αποφάσισα ότι δε θέλω να «κερδίζω». Θέλω να «νικάω». Το να κερδίσεις επειδή ο άλλος έχει πρόβλημα, δεν του ‘κατσε καλά χάλασε η μηχανή, βγήκε το αυτοκίνητο… αυτό είναι σαν να παίζεις τυχερά παιχνίδια. Συνήθως δεν έφτανα στον τερματισμό, γιατί όλο κάτι χάλαγε.
Όταν δεν έχεις το ποσό που πρέπει για να κάνεις μια καλή συντήρηση αυτοκινήτου θα στη βγάλει τη ζημιά κι αν πηγαίνεις και πολύ γρήγορα, καταπονείται ακόμα πιο πολύ. Λοιπόν, δεσμεύτηκα τότε ότι έτσι, αυτό θα πρέπει να γίνει: Μετράω και ξεχωρίζω την έννοια «νίκη», με όλες τις προδιαγραφές ηθικής κι όχι το «κερδίζω». Και γι’ αυτό δεν κέρδιζα αγώνες. Το να νικήσεις όμως στα ίσια καλύτερο αντίπαλο, είναι κάτι που δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ στο μυαλό σου.
Το ‘75 με μια Alfa Romeo junior, σαν τη Veloce… η «Ντόλλυ» είναι αυτή. Η οποία κατάφερε να διανύσει τα τέσσερα πέμπτα του Ράλλυ Ακρόπολις, αλλά της έφυγε η ρόδα και δεν μπορούσαμε να την ξαναβάλουμε επάνω. Θυμάμαι τον Μπούμπη που έλεγε θυμωμένος ότι: «Τα επίσημα σέρβις της Αlfa Romeo, στο συνεργείο, δε σφίξανε με τη δύναμη που πρέπει τα μπουλόνια και λασκάρισε η ρόδα αυτή κι έφυγε. Και τι να πω», λέει ο Μπούμπης, «στον Τάσο», σε εμένα, «να πηγαίνει σιγά, να μην του φύγουν οι ρόδες;» Το «Ντόλλυ» βγαίνει από την Ντόλλυ, το άλογο του Λούκυ Λουκ.
Αλλά στο Ακρόπολις έφτασε να είναι τρίτο! Ένας ξένος που δεν τον έπιανε κανένας, ο Σιρόκο, που είναι μόνιμος νικητής στους ελληνικούς αγώνες και λόγω μεδόθου και λόγω οργάνωσης και λόγω στρατηγικών και τα λοιπά και καλύτερων αυτοκινήτων… και τρίτος ήμουνα εγώ.
Την επόμενη χρονιά τρέχαμε με Escort Ford, και το ονομάσαμε «Πλαπούτα», ήταν οπλαρχηγός, παλιό αυτοκίνητο. Και συνέχιζα με Ford, όπου αυτή είναι η εποχή, το ‘76, ‘77, '78, ‘79, ‘80, που πέρασα πάρα πολλές φορές στους καλύτερους οδηγούς του κόσμου. Ας πούμε, είχε εκατόν τόσες συμμετοχές. Οι πρώτες είκοσι ήταν εργοστασιακές. Δηλαδή, αυτούς τους οδηγούς δεν τολμούσες να τους κοιτάξεις στα μάτια. Δηλαδή, αισθανόσουν ανόητος μπροστά, θεοί. Και κάποια στιγμή, είδα ότι μπόρεσα να σταθώ πλάι τους.
Το 80’, ήταν αποκορύφωμα. Κάναμε την Πάρνηθα πάλι και πρώτος ειδικής ήμουν εγώ! Κι ανακοινώθηκε αυτό πάλι στην εκκίνηση του αγώνα στην Ακρόπολη, με κόσμο που δεν έχει φύγει ακόμα και λέει: «Να σας ανακοινώσουμε ότι την πρώτη ειδική διαδρομή της Πάρνηθας, την κέρδισε ο Ιαβέρης!» Βγαίνει ο Κώστας ο Στεφανής, πάει στο σέρβις, στο ΣΕΧ, να πάρει τι χρόνο κάναμε, βλέπει ότι είμαστε πρώτοι κι έρχεται τρέχοντας και μου κάνει ότι είμαστε πρώτοι. Όχι, ότι δεν το περίμενα. Ήξερα ότι ο ρυθμός θα μπορούσε να είναι… ας ήταν το αυτοκίνητο δευτερότριτο. Και λέει ο μάνατζερ της Ford: “Kostas”, λέει, “What position?” λέει. “We are first.” “Hannu and Ari?” δηλαδή, ο Χάνου Μίκολα και ο Άρι Βάτανεν. Λέει: “Second and third.” Λέει: “Impossible.” Στην δεύτερη ΕΤΑΠ είμαστε δεύτεροι και μετά προχώραγε και σταμάτησε…
Ο κόσμος που καθόταν στις διαδρομές και παρακολουθούσε την εξέλιξη του αγώνα, έβλεπε ότι ένας Έλληνας μετρίας και κάτω οικονομικής δυνατότητας, που είναι το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων, δεν είναι λεφτάδες που πάνε στα βουνά, νιώθανε ότι: «Να ρε φίλε, να ρε φίλε, αυτός πάει σαν τους άλλους, δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις. Κερδίζει και νικάει τις ειδικές!» Λέγανε ότι: «Μόνο αυτός κατάφερνε να περνάει τα εργοστασιακά αυτοκίνητα με τους καλύτερους οδηγούς του κόσμου».
Η ταχύτητα από μόνη της, αυτό που λέμε για την έννοια αδρεναλίνη, σίγουρα συμμετέχει και είναι κάτι εξαιρετικά ευχάριστο. Αρκεί να μπορείς να ελέγχεις και να τιθασεύεις την ευχαρίστηση και την απόλαυση, από τον πραγματικό κίνδυνο που προκαλείς, κάνοντας φιγούρα. Άλλο οδηγώ με σκέψη, με προγραμματισμό, ξέρω τι κάνω, γιατί αναπτύσσω ταχύτητες, άρα βάζω σε κίνδυνο τον εαυτό μου κι άλλο βγαίνω και κάνω τιμονιές, φιγουριές, αδιαφορώντας ή μη μπορώντας να εκτιμήσω ότι κινδυνεύουν κι αυτοί που έχουν έρθει να με δουν. Όταν ξέρεις και το κάνεις σε επίπεδο εργοστασιακού επαγγελματία, τότε αυτά τα πράγματα έχουν την ευχαρίστηση, αλλά έχουν και μια άλλη ευχαρίστηση: της καταξίωσης, της ικανότητας, της αντίληψης και της ταχύτητας με την όποια αντανάκλασαι και μπορείς να διορθώνεις το αυτοκίνητο.
Σε ένα νέο παιδί, θα έλεγα λοιπόν πρώτα απ’ όλα ότι πρέπει να πείσει τον εαυτό του γιατί θέλει να πάει να τρέξει. Θέλει να πάει για να κερδίζει με τα λεφτά που έχει ή για να νικάει με την ικανότητα που θα αποκτήσει και training και την εξάσκηση; Κι όχι μόνο την εξάσκηση τη σωματική, αλλά τη νοητική, να μπορείς να καταλαβαίνεις τι είναι αυτό.
Τη λάμψη και τη γοητεία των Ακρόπολις του ‘80, ‘81, ‘82, ‘85, με τα Super Cars, Group B, των 500 ίππων, πολύ δύσκολα αυτοκίνητα, πάντα με μια δεκαπεντάδα top gun οδηγών και το Ράλλυ μακρύτερο, σίγουρα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, δε γίνεται, δε βγαίνει. Δεν υπάρχουν δρόμοι και μετά, έχει και μεγάλο κόστος. Αλλά δεν παύει το Ακρόπολις να είναι Ράλλυ Ακρόπολις! Δηλαδή, το συγκρίνω εγώ με το αντίπαλο δέος: Το Ράλλυ Ακρόπολις ή τη Φόρμουλα 1; Το Ράλλυ Ακρόπολις ρε φίλε! Τι έχει η Φόρμουλα 1, τρέχουν εβδομήντα γύρους «γύρω-γύρω όλοι, στη μέση ο Μανώλης», με μεγάλες ταχύτητες, με ζώνες διαφυγής, άμμο, δεκάδες αφρολέξ… κι έτσι πρέπει να είναι. Πάνω στην κορυφή της Πάρνηθας άμα φύγεις, πετάς κάνα τέταρτο!