ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ: Κάποια στιγμή ήρθε μια απόφαση, όλοι οι νέοι να απελευθερωθούνε, από την κυβέρνηση των Συνταγματαρχών. Ήταν η πιο ευχάριστη μέρα. Ετοιμάσαμε τα μπογαλάκια μας, πάμε απέναντι στο Λακκί, αφήνουμε τα πράγματά μας σε ένα σημείο, νοικιάζουμε ποδήλατα εμείς οι 30 περίπου νέοι και κάνουμε βόλτα μες στη Λέρο. Στείλαμε τηλεγραφήματα στους δικούς μας. Εγώ έστειλα στους δικούς μου στο Ριζό Σκύδρας, τηλεγράφημα με δυο λέξεις: «Είμαι ελεύθερος».
Γεννήθηκα Θεσσαλονίκη το 1947, αλλά το μεγαλύτερο μέρος μετά, των παιδικών χρόνων, το πέρασα στη Σκύδρα. Λόγω της οικογένειας, από 8-10 χρονών, ήμουν σχεδόν πολιτικοποιημένος. Τότε υπήρχε το κόμμα της αριστεράς, η Ε.Δ.Α. Οι γονείς μου κομμουνιστές, είχαν ισχυρή επαφή με την Ε.Δ.Α. Από μικρό παιδί παρακολουθούσα τα αποτελέσματα των εκλογών και λοιπά και λοιπά. Διάβαζα την Αυγή όποτε την έφερνε ο πατέρας μου στο σπίτι. Κι όταν 18 ετών ήρθα Θεσσαλονίκη εκεί πλέον οργανώθηκα στη νεολαία Λαμπράκη, από την οποία είχα άλλη εξέλιξη, ενημέρωσης πάνω σε θέματα αριστεράς.
Ήρθα, πήγα αμέσως στην νεολαία Λαμπράκη Αμπελοκήπων, εκεί βρισκόταν ο Γιάννης Χαλκίδης, που κατόπιν τον σκότωσε η Χούντα, ο Γιάννης ο Κατσαρός, ο οποίος κατόπιν έγινε βουλευτής του Κ.Κ.Ε. Ήταν ισχυρή οργάνωση νεολαίας Πολύ γρήγορα με ανεβάσαν αυτοί οι δύο κυρίως και ανέλαβα το πολιτιστικό μέρος. Κάποιες πλατείες τις διαμορφώναμε οι ίδιοι, πηγαίναμε Σαββατοκύριακα και δουλεύαμε για να αναμορφώσουμε τον χώρο, γιατί ήταν σε κάπως πρωτόγονη κατάσταση η δυτική Θεσσαλονίκη την περίοδο εκείνη.
Είχαμε πάρα πολλές διώξεις από πλευράς αστυνομικών, στις συγκεντρώσεις είχαμε πάντα τον ασφαλίτη που μας παρακολουθούσε, είχαμε τις συλλήψεις, είχαμε τις συγκρούσεις, πολλά τέτοια πράγματα αρνητικά, αλλά ήταν σημεία των καιρών, ήμασταν εξοικειωμένοι, είχαμε και το νεανικό, τη νεανική ορμητικότητα που δεν λογαριάζαμε τίποτα, τότε.
Εμείς ήμασταν ήδη προετοιμασμένοι από τη νεολαία Λαμπράκη, υπήρχε η συζήτηση μιας ενδεχόμενης δικτατορίας. Την 21η Απριλίου κατοικούσα Ξηροκρήνη Θεσσαλονίκης. Δούλευα στην εφημερίδα Εξπρές τότε και όταν είδα τανκς και στρατό στην περιοχή του Βαρδαρίου, Εγνατία και προς Τσιμισκή, κατάλαβα ότι πλέον πρέπει να προσέξω πώς κυκλοφορώ και πρέπει να κοιτάξω να κρυφτώ λιγάκι. Εμείς οι Λαμπράκηδες, θα ήμασταν στο στόχαστρο των αστυνομικών. Πήγα σε ένα συγγενικό σπίτι που ήταν υπεράνω πάσης υποψίας, στην περιοχή της Κασσάνδρου. Μία βραδιά κοιμήθηκα εκεί, τη δεύτερη μέρα οι άνθρωποι φοβήθηκαν. Μου είπανε ότι: «Αν μπορείς να φύγεις» με ευγενικό τρόπο. Οπότε, την τρίτη μέρα, αναγκάστηκα να φύγω, δεν ήξερα που έπρεπε να πάω να κοιμηθώ, αν πήγαινα στο χωριό μου σίγουρα θα με συλλαμβάνανε. Αναγκάστηκα να πάω στο σπίτι μου, στην Ξηροκρήνη. Εκεί, μόλις πήγα, σε μία ώρα εμφανίστηκαν δύο αστυνομικοί. Συνέλαβαν εμένα, συνέλαβαν και τον συγκάτοικό μου, για να μας ανακρίνουν.
Ο συγκάτοικός μου ήταν δεξιός, άρχισε να κλαίει μες στο αστυνομικό τμήμα. Εγώ ήμουν πιο ψύχραιμος. Μας είχαν προειδοποιήσει οι σύντροφοι παλιά ότι σε περίπτωση σύλληψης, θα συμβεί αυτό και αυτό και αυτό και αυτό. Ήμασταν προετοιμασμένοι λίγο-πολύ. Σε δεύτερη φάση, τον συγκάτοικό μου τον είχαν απομονώσει και του παίρνανε, του κάνανε ανακρίσεις ξεχωριστά. Εγώ δεν το ήξερα. Αυτός είπε κάποια πράγματα δικά μου, γιατί εγώ είχα πολλά βιβλία, τα οποία είχα κρύψει μέσα σε πριονίδια, τα οποία ήταν στο προαύλιο του σπιτιού μας — μονοκατοικία το σπίτι. Εγώ, δεν το ήξερα. Οι αστυνομικοί σε επόμενες ανακρίσεις ρωτούσαν εμένα πού είναι τα βιβλία μου, εγώ δεν ήξερα ότι ο συγκάτοικός μου ήδη απελευθερώθηκε και ότι τα είπε όλα, ότι τα κάρφωσε δηλαδή.
Για μία εβδομάδα ήμασταν μέσα σε ένα μικρό κελί, καμιά 15-20 άτομα. Όλοι ήταν δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, ο μόνος νεαρός ήμουνα εγώ. Ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, αστυνομικός, που έμεινε μέσα στο υποσυνείδητο μου η φάτσα του, με έδερνε κάθε μέρα, για 5-10 λεπτά και πάλι στο κρατητήριο. Έπρεπε να κάνω και μία υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είμαι αριστερός, ότι μετανοώ που ήμουν οργανωμένος στη νεολαία Λαμπράκη και ότι πλέον τάσσομαι στο πλευρό της Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως, 21η Απριλίου. Όλα αυτά στο 9ο Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης, στην οδό Σανταρόζα, απέναντι από τον σταθμό. Κάθε μέρα με καλούσαν, με παίρναν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Το ίδιο ρεφρέν: «Πού είναι τα βιβλία σου; Κάνε δήλωση». Δεν έκανα. Την έβδομη-όγδοη μέρα περίπου, μου δώσαν ένα χαρτί να υπογράψω, μικρό, ότι: «Ναι, έχω συλληφθεί». Εμένα, δεν μου έδωσαν από την αρχή αυτό το χαρτί.
Τώρα, καταλαβαίνω ότι ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, θέλαν να με αφήσουν ελεύθερο εμένα, αφού έκανα αυτά που μου λέγανε, αλλά δεν έκανα εγώ αυτόν τον συμβιβασμό οπότε, μαζί με τους άλλους, φύγαμε προς τη Γυάρο.
Πρώτα πήγαμε να πάρουμε κάποιους συντρόφους από το αστυνομικό τμήμα του Βαρδαρίου. Από εκεί, μας πήγαν στο μεταγωγών της οδού Φιλίππου. Εκεί βρήκα κατά σύμπτωση έναν συγχωριανό μας, βρισκόταν για άλλους λόγους εκεί. Και τον είπα: «Ειδοποίησέ τους γονείς μου, πες στη μαμά σου ότι ο Θόδωρος είναι μέσα», κλπ., κλπ. Είχαμε και έναν δικηγόρο αυτός ο καημένος ήταν μια ζωή φυλακές, εξορίες, βγήκε έξω από τις φυλακές και μόλις βγήκε και παντρεύτηκε, έκανε ένα μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι ήρθε να τον αποχαιρετήσει από κει και το μωρό του λέει του Παπαλέξη: «Τι κάνεις εκεί, μπαμπά; Γιατί δεν ήρθες εχθές το βράδυ στο σπίτι; Γιατί δεν έρχεσαι το…». Τώρα συγκινήθηκα. Πρέπει να ‘ταν δύο, τριών χρονών.
Εν πάση περιπτώσει. Την επομένη φεύγουμε όλοι μαζί για Αθήνα, ανεβαίνουμε στο πλοίο. Πειραιάς-Σύρος. Υπήρχαν και κάποιοι τουρίστες και μας βγάζαν φωτογραφία γιατί εμείς ήμασταν με χειροπέδες και μετά από δυο-τρεις μέρες στη Σύρο, μας πήγανε στη Γυάρο.
Κατάλαβα για ποιο λόγο πολλοί κρατούμενοι, παλιοί κρατούμενοι, μιλούσαν για αυτό το ξερονήσι, το λέγανε «ξερονήσι». Γι’ αυτό και ήταν και ακατοίκητο νησί, δεν μπορούσες να κατοικήσεις εκεί. Αυτό το νησί μάλιστα ήταν και νησί από την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για εξορίες.
Κατεβαίνουμε σε μία μικρή προκυμαία που είχε εκεί. Υπήρχε ένας πολύ δυνατός άνεμος πολύ δυνατός άνεμος. Από μακριά με αναγνώρισαν κάποιοι φίλοι Μακεδόνες οι οποίοι άρχισαν να φωνάζουν. Αλλά εμένα με πήγαν με τους Αθηναίους, όπου ήταν ο Ρίτσος και άλλοι διανοούμενοι της αριστεράς, στο κτίριο των φυλακών. Ενώ οι Μακεδόνες ήταν σε αντίσκηνα, απ’ τη δεξιά πλευρά, στον όρμο, που ήταν φτιαγμένος ειδικά για αντίσκηνα. Όταν ανέβηκα πάνω το κτίριο ήταν γεμάτο από κρατούμενους, με πήγανε να κατοικήσω για 10-15 μέρες με Πελοποννήσιους, από την πίσω πλευρά ακριβώς και κάθισα με μία οικογένεια, που ήταν συγγενείς μεταξύ τους, από τη Ζαχάρω της Πελοποννήσου. Ήταν ο μπαμπάς, ο γιος και κάποιοι συγγενείς αυτών των ανθρώπων. Όταν άρχισε να αδειάζει η Γυάρος — γιατί πολλοί κάνανε υπεύθυνη δήλωση και φεύγανε — όλους μας πήγαν μετά στο κτίριο των φυλακών, όπου ήταν πλέον οι Αθηναίοι συν εμείς οι υπόλοιποι, που είχαμε συλληφθεί τρεις-τέσσερις μέρες μετά.
Εγώ τους δικαιολογούσα, δεν τους κατηγορούσα. ανάλογα με τον λόγο που έφευγε ο άλλος. Για παράδειγμα, ένα φεγγάρι εμάς τους νέους μάς πήγανε κάπου ξεχωριστά. Βρέθηκε στο ίδιο αντίσκηνο και ένας — πόσο χρονών ήταν, ήταν πενηντάρης, κάπου εκεί γύρω — ο οποίος ήταν στην προηγούμενη ζωή του, συνέχεια σε φυλακές. Βγήκε απ’ τη φυλακή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, βγήκε απ’ τη φυλακή, παντρεύεται μια γυναίκα, κάνει ένα βρέφος 10 μηνών, κάπου τόσο, και μπαπ, έρχεται η Χούντα και τον συλλαμβάνει. Ε, ο άνθρωπος κλαίγοντας, έκανε τη δήλωση κλαίγοντας και έλεγε σ’ εμένα ότι: «Φεύγω, όχι για μένα, φεύγω για εκείνο το βρέφος». Αναγκάστηκε να φύγει.
Οι πιτσιρικάδες κάναμε συζητήσεις άλλης μορφής — επειδή κι ο Άρης Βελουχιώτης έβαλε υπογραφή και όταν βγήκε έξω, αγωνίστηκε — όταν βρισκόμασταν τρεις-τέσσερις πιτσιρικάδες, μεταξύ μας, λέγαμε: «Μήπως είναι καλύτερα να υπογράψουμε και να βγούμε έξω να κάνουμε οργανώσεις και να αγωνιστούμε κατά της Χούντας; Γιατί, τώρα εδώ, είμαστε απενεργοποιημένοι». Υπήρχαν τέτοιες συζητήσεις αλλά κάπου, κάτι δεν μας άρεζε. Δηλαδή, νομίζαμε ότι εκείνη τη στιγμή προδίδουμε τον αγώνα. Αλλά οι άλλοι που ήταν οι γέροι και ήταν εβδομηντάρηδες, ογδοντάρηδες και λοιπά, ήταν άνθρωποι των παλαιών φυλακών. Ο καθένας από αυτούς είχε 10 έως 20 χρόνια φυλακή. Σου λέει: «Τώρα στα γηρατειά θα υπογράψω;». Δεν υπέγραφε ποτέ.
Οι παλιοί κρατούμενοι είχαν ένα ρητό που λέγανε: «Αγάπα το κελί σου, να τρως το φαΐ σου και διάβαζε πολύ». Ή κάπως έτσι το λέγανε. Δηλαδή, «αγαπά το κελί σου», δηλαδή, πρέπει να προσγειωθείς και να προσαρμοστείς στις καταστάσεις της φυλακής. Στη Γυάρο ήταν ένας μεγάλος θάλαμος, 100-150 άτομα, δεν θυμάμαι, κάπου τόσα άτομα πρέπει να ήμασταν, 100 άτομα. Τα στρώματα ήταν από άχυρο, καταγής κοιμόμασταν. «Να τρως το φαΐ σου», που σημαίνει να προσέχεις το σώμα σου, καθαρίζαμε πολύ καλά τις τουαλέτες. Στο εστιατόριο ήταν οι σύντροφοι οι οποίοι μαγειρεύαν αυτοί. Μάλιστα, ανάμεσα στους μάγειρες, ήταν και ο Σπύρος ο Χαλβατζής που μετά έγινε και βουλευτής του ΚΚΕ. Και να διαβάζει πολύ.
Οι περισσότεροι διαβάζανε, το διάβασμα ήτανε περισσότερο. Αλλά και αυτοί που δεν διαβάζανε, βρίσκαν τον συμπατριώτη τους, κάποιο συμπατριώτη από την Κεφαλονιά, από την Έδεσσα και συζητούσαν για τα δικά τους πράγματα. Οι νέοι, περισσότερο διαβάζανε. Στην αλληλογραφία μας, πάντα εμείς λέγαμε στους συγγενείς μας, να μας στείλουν βιβλία. Κάναμε και κοινές βιβλιοθήκες και πήγαινες δανειζόσουν ένα βιβλίο. Τα αριστερά βιβλία απαγορευόταν, βέβαια. Τα βλέπαν, όλα περνούσαν από έλεγχο και η αλληλογραφία και πολλοί σύντροφοι έγραφαν τις επιστολές στους με συνομωτικό τρόπο, δηλαδή, με υπονοούμενα, κλπ.
Στη Γυάρο ήταν και γυναίκες. Υπήρχε ειδικός χώρος για τις γυναίκες. Είχαμε και τη Βάσω Κατράκη τη χαράκτρια, η οποία με χάρισε μάλιστα και μία πέτρα μ’ ένα λουλούδι. Αυτό που θυμάμαι ιδιαίτερα είναι όταν φέρανε τη γυναίκα του Φωτόπουλου, του Μίμη Φωτόπουλου, του ηθοποιού. Εγώ δεν την ήξερα. Ξαφνικά, όλες οι Αθηναίες άρχισαν να την αγκαλιάζουν και άρχισε να μας αφηγείται τί είπε ο Φωτόπουλος στο αστυνομικό τμήμα. Και όταν τους ζήτησε την άδεια να πάρει τηλέφωνο στον άντρα της, της δώσανε το δικαίωμα να πάρει αυτό το τηλεφώνημα στον άντρα της, αυτός νόμιζε ότι την απελευθέρωσαν και της λέει: «Είσαι ελεύθερη;», «Όχι, φεύγω για Γυάρο». Τη φέραν, κατόπιν, σ’ εμάς, αλλά ήταν πολύ χαρούμενη που βρέθηκε σε τέτοιο περιβάλλον. Γελαστή, με χιούμορ.
Είδα άτομα επώνυμα, που για μένα ήταν αδιανόητο κάποια στιγμή να τους γνωρίσω, έτσι, από κοντά, στον ίδιο χώρο, όπως ο Ρίτσος και όλοι αυτοί εκεί, όλοι οι πολιτικοί. Εκεί, εγώ προσωπικά, τους έχω απομυθοποιήσει, επειδή είχα και μία έφεση έτσι στην αμφισβήτηση, παρά τη μικρή μου ηλικία, κατάλαβα ότι και οι επώνυμοι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς και επομένως, δεν πρέπει να υποτιμούμε τον εαυτό μας, εμείς. Πρέπει σε ένα θέμα να λέμε τη γνώμη μας και να μη γινόμαστε όργανα κάποιου ανθρώπου που θεωρείται επώνυμος ή ανώτερος από μας.
Ένας στη Γυάρο, ένας που με επηρέασε εμένα ήταν ένας δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, εβραϊκής καταγωγής, ο Μοσάντ. Όταν μπήκε ξαφνικά στο θάλαμό μας, εκεί στη Γυάρο, ένας και λέει: «Εγώ, από δω και πέρα, θα είμαι θαλαμάρχης σας», ο Αντώνης Μοσάντ, ο δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, λέει: «Όταν πας στον διοικητή του αστυνομικού τμήματος Γυάρου, να μας εκπροσωπήσεις, θα λες: “Εκπροσωπώ όλους, εκτός από τον Αντώνη Μοσάντ”. Διότι εγώ βρίσκομαι εδώ λόγω της δικτατορίας, είμαι υπέρ της Δημοκρατίας και δεν σ’ έχουμε εκλέξει. Αφού δεν σ’ έχουμε εκλέξει, εγώ προσωπικά, δεν σε αναγνωρίζω». Εγώ τότε δεν είχα τέτοια κουλτούρα, δεν είχα τόσο προχωρημένη κουλτούρα, νόμιζα ότι έχει άδικο αλλά μετά όσο προχωρούσα, καταλάβαινα ότι έχει πολύ δίκιο και ότι αν δεν εκλέξεις κάποιον, δεν μπορεί να σε εκπροσωπεί χωρίς να τον έχεις επιλέξει εσύ.
Καθίσαμε δυο-τρεις μήνες στη Γυάρο, μετά στη Λέρο 15 μήνες, κάπου εκεί γύρω. Μας βάλανε σ’ ένα μεγάλο πλοίο. Όσοι απέμειναν, γιατί οι περισσότεροι έκαναν δήλωση, ήμασταν 6-7.00 οι κρατούμενοι, αυτοί που μείναμε ήτανε 2.000.
Στη Λέρο, η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη, σε σχέση με τη Γυάρο γιατί απέναντι βλέπαμε το χωριό Λακκί και νιώθαμε ότι υπάρχουν κοντά μας κι άλλοι συνάνθρωποί μας. Απ’ την πίσω πλευρά, ξέραμε ότι υπάρχει το γνωστό ψυχιατρείο της Λέρου. Η κατάσταση πάλι ήτανε στενόχωρη, ήταν ένας περιφραγμένος χώρος, με πλέγματα. Πάλι σε ένα θάλαμο, 150 άτομα περίπου, σε διπλά κρεβάτια, πάνω-κάτω κρεβάτια.
Από κάτω από μένα, ήταν ένας πολιτικός μηχανικός από την Αθήνα — Σπύρος Μακρής λεγόταν — φίλος, πρώτος φίλος, με τον Σπύρο Πάντζα, τον πατέρα του ηθοποιού Πάντζα. Επειδή κάθε μέρα ερχόταν στο κρεβάτι μου ο Σπύρος Πάντζας, άρχισα να κάνω συζητήσεις. Ήταν πάρα πολύ μεγάλος διανοούμενος. Έγραφε πολλά ποιήματα, πολύ ωραία, τα έστελνε στον ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας και ένα από αυτά, πήρε το βραβείο. Τα ποιήματά αυτά τα έστελνε με ψευδώνυμο, πήρε το πρώτο βραβείο. Μου φαίνεται λεγόταν «Τα Χρυσάνθεμα» το ποίημα.
Μου έλεγε ότι δύο αδυναμίες έχει στη ζωή του, τις γυναίκες και το ΚΚΕ και ότι όλη η ζωή του ήταν φυλακές — Αϊ-Στράτη κλπ., κλπ. Μου έλεγε επίσης, ότι στον Αϊ-Στράτη είχε ερωτευτεί μία κοπέλα, και το ΚΚΕ του το απαγόρευσε, αυτό το πράγμα. Και αυτός διαφώνησε με το ΚΚΕ κι από τότε τον διαγράψανε, για λόγους τέτοιους.
Ο Πάντζας με επηρέασε πάρα πολύ ιδεολογικά όπως και ο Μακρής, κάτω από μένα, ο παππούς, από από τη φύση τους αμφισβητίες.
Έρχεται η 21η Απριλίου του 1968 και ο πρεσβευτής της Σοβιετικής Ένωσης, συνεόρτασε την 21η Απριλίου με τον Παπαδόπουλο. Ο πρεσβευτής της Σοβιετικής Ένωσης! Για μας ήταν προδοσία. Η διάσπαση του ΚΚΕ, σε ΚΚΕ Εσωτερικού και ΚΚΕ Εξωτερικού, έγινε εκείνο το διάστημα.Το ΚΚΕ ήθελε να δικαιολογήσει αυτό το θέμα και στις ειδήσεις που μας δίνανε, τότε οι άνθρωποι από το ΚΚΕ, ήταν το ότι ο ερυθρός Σταυρός του Αζερμπαϊτζάν, που ήταν μία Σοβιετική Δημοκρατία, διαμαρτυρήθηκε για την κράτησή μας. Την επέτειο εκείνη εκεί, 21η Απριλίου του ‘68, συνέπιπτε με Πάσχα και θέλανε να μας φέρουν κατσίκια να γιορτάσουμε κι εμείς το Πάσχα. Μας φέρανε κατσίκια και λοιπά και εμείς τα πετάξαμε στους κάδους. Ό,τι τρόφιμα είχε τα πετάξαμε. Κάναμε απεργία πείνας όλοι.
Ευτυχώς, υπήρχε το αγωνιστικό στοιχείο σε όλους. Δηλαδή δεν είχαν κάποια φοβία. Παρά ταύτα, υπήρχαν και άτομα τα οποία δεχόντουσαν πιέσεις από τις οικογένειές τους. Ένας από αυτούς, από την Κατερίνη αν θυμάμαι καλά, ο καημένος, επειδή δέχτηκε ένα γράμμα από τους οικείους του, εκεί που κοιμόμασταν, ήταν στον δικό μου θάλαμο, 2:00-3:00 το πρωί, πηδάει από το παράθυρο και αυτοκτόνησε. Ένας άλλος φίλος μου δικηγόρος, του έστειλε η φιλενάδα του γράμμα: «Αν δεν κάνεις δήλωση, σε παρατάω». Οπότε ο καημένος αναγκάστηκε, αυτός αναγκάστηκε, να κάνει δήλωση. Φεύγοντας, όμως, έκλαιγε και δυστυχώς ενώ ήταν καλός αριστερός, εκείνο το σημείο ήταν το μαύρο σημείο της ζωής του.
Εν τω μεταξύ, όταν ήμουν στη Λέρο, με κάλεσαν να πάω σε μία δίκη στη Θεσσαλονίκη, σαν κατηγορούμενος, γιατί στη νεολαία Λαμπράκη Αμπελοκήπων βάλαμε μεγάφωνα παρανόμως και βγάζαμε λόγους και: «Εταράσσαμεν -έτσι έγραφε- των κατοίκων τας τέρψεις και τας ηδονάς. Πήγαμε εκεί δηλαδή, γυρίσαμε Θεσσαλονίκη, εγώ παρακαλούσα να καταδικαστώ για να μείνω κρατούμενος στο Γεντί Κουλέ. Αλλά, δυστυχώς, αθωώθηκα, οπότε επιστροφή πίσω, ταξίδι στην Λέρο πάλι.
Πάνω στο πλοίο υπήρχαν νεαροί, οι οποίοι είχαν τρανζίστορ κι άκουγαν τραγούδια που πρώτη φορά τα άκουγα. Δηλαδή, όταν απέχεις έναν-ενάμιση χρόνο μακριά από την κοινωνία, συμβαίνουν πράγματα που δεν τα αντιλαμβάνεσαι. Αυτές τις αλλαγές δεν τις γνωρίζεις.
Παίρναμε κάποιες ειδήσεις. Έμαθα κατόπιν ότι κάποιος είχε ένα ραδιόφωνο λαθραία Αυτός ο ένας, το έλεγε σ’ έναν άλλον, ο άλλος το έλεγε σ’ έναν άλλον και σιγά-σιγά ερχόταν και μου ’δινε τις ειδήσεις. Μαθαίναμε, αλλά συνήθως ήταν ειδήσεις ενθαρρυντικές, για να παίρνουμε κουράγιο. Δεν ξέραμε ότι ο ελληνικός λαός κάπου συμβιβάστηκε με τη Χούντα, ο πολύς λαός.
Ξέχασα να πω ότι στη Γυάρο, γνώρισα ένα δημοσιογράφο, τον Δημήτρη Παλιό, ο όποιος είχε ένα καπέλο ψάθινο, «Mamma ritornerò» έγραφε πάνω στο καπέλο, με στυλό είχε γράψει. «Mamma ritornerò», δηλαδή, «Μάνα, μαμά, θα επιστρέψω, θα γυρίσω». Εγώ τώρα, ούτε περνούσε απ’ το μυαλό μου να μάθω ιταλικά. Όπως πηγαίναμε να μας καταμετρήσουν, γιατί κάθε μέρα μας μετρούσαν — όπως τα πρόβατα μετράνε, έτσι, του λέω: «Τί σημαίνει αυτό;». Μου λέει: «Mamma ritornerò, σημαίνει, Μαμά, θα επιστρέψω». Μ’ άρεσε. «Σε τι γλώσσα είναι;». «Σε ιταλική». Οπότε με κάνει ο φίλος μας, ο Δημήτρης μαθήματα ιταλικών.
Έμαθα ιταλικά σε δυόμισι μήνες και με τα ιταλικά που έμαθα κατά σύμπτωση, τα επόμενα χρόνια η Ιταλία ήταν η πρώτη χώρα που προμήθευε την Ελλάδα με προϊόντα και σαν διερμηνέας είχα πάρα πολλή πέραση και εν τω μεταξύ, έμαθα και αυτή τη δουλειά πολύ καλά, και για 30-40 χρόνια πήγαινα διερμηνέας στην Ιταλία, εξ αιτίας των ιταλικών. Μάλιστα, όταν πήγα στην Λέρο, έγινα δάσκαλος ιταλικής, εγώ, δηλαδή, 19-20 ετών κι οι άλλοι 80-75, οι μαθητές μου. Μετά, άρχισα γαλλικά. Μετά, αρχίζω γερμανικά. Αλλά τα γερμανικά δεν πρόλαβα να τα τελειώσω.
Κάποια στιγμή ρθε μια απόφαση, όλοι οι νέοι να απελευθερωθούνε, από την κυβέρνηση των Συνταγματαρχών. Ήταν η πιο ευχάριστη μέρα. Ετοιμάσαμε τα μπογαλάκια μας, πάμε απέναντι στο Λακκί, αφήνουμε τα πράγματά μας σε ένα σημείο, νοικιάζουμε ποδήλατα εμείς οι 30 περίπου νέοι και κάνουμε βόλτα μες στη Λέρο. Στείλαμε τηλεγραφήματα στους δικούς μας. Εγώ έστειλα στους δικούς μου στο Ριζό Σκύδρας, τηλεγράφημα με δυο λέξεις: «Είμαι ελεύθερος».
Η ελευθερία είναι το μεγαλύτερο αγαθό, η χαρά ήταν πάρα πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα η ανάγκη της μάνας. Με εντυπωσίασε η μεγάλη αγάπη που νιώθεις, όταν σου λείπει η μάνα.
Έφτασα με τρένο και στον σταθμό της Σκύδρας με περίμενε η γιαγιά μου κι ένας νεαρός Κομμουνιστής, που έχασε τον μπαμπά του στον Εμφύλιο πόλεμο. Με πήγαν με το αυτοκίνητο στο χωριό. 50 άτομα περίπου, κυρίως γυναίκες της γειτονιάς, με περιμένανε και εντάξει, εκεί ήταν κάτι πολύ συγκινητικό. Και περισσότερο απ’ όλα με συγκίνησε ο σκύλος του σπιτιού μας, που είχε να με δει δύο χρόνια δεν μπορείς να φανταστείς τί έκανε. Η υποδοχή εκείνη ήταν αξέχαστη.