Στην Ακρόπολη δε δουλεύει ο καθένας. Από τη στιγμή που ανεβαίνεις στην Ακρόπολη για δουλειά κάθε πρωί, λες ότι: «Εγώ είμαι μοναδικός».
Ο πιο παλιός στην Ακρόπολη ήμουνα εγώ. Την πρώτη φωτογραφία που έχω στην καριέρα μου εδώ που ήρθα στην Αθήνα, μικρό παιδάκι, ήταν μία που μ’ έστειλε η γυναίκα του αφεντικού μου να βγάλω στην Ακρόπολη. Και φοράω μάλιστα… ήμουν δεκαπέντε χρονών και φοράω σακάκι πρώτο και γραβάτα! Δηλαδή, πώς θα πάμε στην Ακρόπολη;
Γεννήθηκα σε ένα χωριό στην Ήπειρο που λέγεται Βούλιστα-Παναγιά, είναι μεικτό, είναι διπλό όνομα, Βούλιστα-Παναγιά. Όταν τελείωσα τις δύο τάξεις του Γυμνασίου, πήγα στα Γιάννενα για δουλειά. Φτάνω περίπου στα δεκαπέντε κι αποφασίζω να έρθω στην Αθήνα. Έφυγα μια ωραία μέρα, πήρα το λεωφορείο, κανείς δεν ήξερε –δεν υπήρχαν να δώσω λόγο σε κανέναν, διότι οι γονείς μου ήταν στη Γερμανία μαζί με τα άλλα δυο αδέλφια μου– και βρέθηκα ένα ωραίο βράδυ λοιπόν του Αυγούστου το ’68, βρέθηκα στην Ομόνοια, δεκαπέντε χρονών. Εννοείται δεν είχα πού να πάω, πέρασα τη νύχτα μου εκεί πέρα κι από εκεί, άρχισα να κάνω την καριέρα μου, να δουλεύω δηλαδή μόνος μου, γιατί αυτός ήταν ο στόχος, ως ελεύθερος άνθρωπος.
Δεν είχαμε τίποτα, ήρθαμε είπαμε απ’ το χωριό με ένα ζευγάρι πέδιλα πλαστικά και μ’ ένα πουκάμισο κοντομάνικο, καλοκαίρι, τίποτα άλλο όμως. Τίποτα άλλο.
Κοιμόμασταν νηστικοί. Είχα ένα μαξιλάρι, το ‘βαζα στην κοιλιά για να μου πιέζει την κοιλιά για να μην αισθάνομαι την πείνα. Ήμασταν αναγκασμένοι να παλέψουμε. Στη δικιά μας ζωή ξεκινάς από το μηδέν, θέλει αγώνα, θέλει να σκοτώσεις το θεριό.
Περάσαν τα χρόνια, γνωρίστηκα με έναν φίλο, τον Μονοκρούσο τον μηχανικό, που μου είπε: «Στήνω ένα συνεργείο για τη στερέωση των βράχων της Ακρόπολης». Κι αρχίσαμε να δουλεύουμε στα βράχια της Ακρόπολης. Η ειδικότητά μου ήταν τότε γεωτρυπανιστής. Δηλαδή, τρύπαγα τα βράχια, τα βράχια που ήταν έτοιμα να πέσουν, κι όταν βρίσκαμε στέρεο πίσω από αυτόν τον βράχο δέναμε με αγκύρια, ειδικά αγκύρια τα βράχια, να τα στερεώσουμε.
Αυτή η δουλειά κράτησε δέκα χρόνια. Τα άτομα στα βράχια ήμασταν πολλά. Ήταν το πρώτο τμήμα που έκανε την καθαριότητα των βράχων από τα φυτά που είχανε γίνει, φραγκοσυκιές και τα λοιπά. Προπορεύονταν αυτοί κι εμείς από πίσω, ήμασταν το συνεργείο που στερέωνε κι ένα τρίτο συνεργείο τα σφραγίζανε, για να μη φυτρώσουν ξανά φυτά. Γι’ αυτό και τα βράχια της Ακρόπολης από το Κουκάκι ή από την Πλάκα, δεν έχει φυτά απάνω.
Στην Ακρόπολη συμβαίνουν πολλά. Την εποχή τη δικιά μας, τότε, ήταν πιο αραιά, είχες και μια επαφή, δηλαδή στον δρόμο έλεγες μια «καλημέρα» σε έναν ξένο. Τώρα απ’ ό,τι ξέρω, έρχονται πολλές χιλιάδες την ημέρα.
Μια ωραία μέρα, μου ζήτησε κάποιος να αρραβωνιαστεί την κοπέλα του «στον μεγαλύτερο ναό του κόσμου», γιατί εμείς θεωρούμε ότι ο μεγαλύτερος ναός είναι ο Παρθενώνας. Και του λέω: «Εντάξει, πάμε μέσα να σας αρραβωνιάσω». Τον βάλαμε μέσα λοιπόν. Η κοπέλα δεν ήξερε να καταλάβει τι λέγαμε και της πρόσφερε ένα σημείωμα και το δακτυλίδι. Τρελάθηκε η κοπέλα, είχε τρελαθεί εντελώς! Έκλαιγε και μάλιστα, πρώτα φίλησε εμένα κι ύστερα τον αγαπημένο της!
Κάποιος έφερε τη στάχτη της μητέρας του από την Αγγλία κι ήθελε να τη σκορπίσει γύρω από την Ελιά της Αθηνάς, που λέμε, δηλαδή πίσω από τις Καρυάτιδες. Η μάνα του είχε την επιθυμία να σκορπίσει τις σκόνες στην Ακρόπολη, γιατί ήταν επισκέπτρια κάθε χρόνο, ήταν λάτρης του μνημείου κι είχε αυτήν την επιθυμία. Δεν μπορούσε να το κάνει ο άνθρωπος. Είπε, ρώτησε κάποιους ανθρώπους, του είπαν: «Δε γίνονται αυτά τα πράγματα». Κι έφτασε, λοιπόν, σε εμένα. Και λέω: «Εντάξει, γίνονται». Κι έγινε κρυφά. Σηκώσαμε λοιπόν το συρματόσχοινο, μπήκαμε γύρω στην ελιά, ρίξαμε τη στάχτη της μάνας του, συγκινηθήκαμε όλοι. Και μας έστειλε κι αυτός φωτογραφίες κι ένα πακέτο σοκολάτες. Κάναμε τέτοια πράγματα. Mπορούσε να έρθει ένας φίλος, ένας αδελφός μου και να τον ξεναγήσω. Τώρα είναι πιο αυστηρά τα πράγματα, δεν μπορείς να μπεις.
Θυμάμαι μια φορά, ήτανε μια κοπελίτσα –θα ήτανε αυτή δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών– και τη φέρανε απ’ την Αμερική γιατί ήταν άρρωστη βαριά. Της είχανε τάξει όταν θα γίνει καλά: «Θα σε πάμε ένα ταξίδι στην Ελλάδα». Κι ανεβαίνοντας στα Προπύλαια, ένας συνοδός τους που μίλαγε ελληνικά με είδε εμένα με τη φόρμα, ας πούμε, και μου λέει: «Εργάζεστε εδώ;» Λέω: «Ναι». Μου λέει: «Της είπα εγώ ότι θα την πάμε στον Παρθενώνα. Εκείνη νόμιζε ότι θα τη βάλουμε μέσα στον Παρθενώνα. Και τώρα διαπιστώσαμε ότι δε γίνεται αυτό το πράγμα». Λέω: «Γίνεται, υπό μια προϋπόθεση: ότι δε θα έρθει άλλος κανείς μαζί μου». Την πήρα την κοπέλα και την πήγα μέσα. Και τρελάθηκε από τη χαρά της, βέβαια, η κοπέλα. Ούτε ξέρω τι απέγινε μετά, αλλά όταν βγήκαμε έξω, είχε ξετρελαθεί. Άξιζε τον κόπο, ας πούμε, να το κάνεις αυτό. «Ήταν η κοπέλα», μου λέει, «έτοιμη να πεθάνει».
Όταν σταμάτησε το έργο της στερέωσης των βράχων, άλλα δεκαπέντε χρόνια ήμουν απάνω. Μια ομάδα τεσσάρων ατόμων που είχαμε στην ευθύνη μας τον φωτισμό της Ακρόπολης και τα μηχανήματα όλα. Δηλαδή: γερανούς, φωτισμός, γραφεία, air-condition, ό,τι υπήρχε απάνω, ήμασταν εμείς υπεύθυνοι.
Ήταν δύσκολες οι συνθήκες. Κι η ζέστη ήταν έντονη… Στην Ακρόπολη… Όταν λέμε «ζέστη στην Αθήνα», ας πούμε 40 βαθμούς, στην Ακρόπολη είναι 45και, γιατί ο βράχος έχει αντανάκλαση, έχει πολύ μεγάλη ζέστη. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές που ήμασταν στις κορυφές του γερανού που για να ανέβεις στον ιστό απάνω, είναι πολύ επικίνδυνα. Καταμεσήμερο, ξέρω γω, καλοκαίρι, που ήμασταν δεμένοι και μάλιστα με ένα μαντήλι στο κεφάλι μούσκεμα, βρεγμένο, για να μην καούμε ζωντανοί. Αυτά ήτανε βάρβαρα πράγματα. Ή ας πούμε, που κόψαμε την μπούμα του γερανού, τρία-τέσσερα μέτρα τα οποία ήταν δυόμισι τόνοι και το κόψαμε στον αέρα.
Όταν κοβόταν το ρεύμα κι ήτανε καταιγίδες, ας πούμε, εμείς έπρεπε να βγούμε στην καταιγίδα για να το επισκευάσουμε. Οι άλλοι κάθονταν μέσα και φωνάζαν κιόλας: «Ρε παιδιά, γιατί αργείτε;» Κι έβλεπες ότι ήταν επικίνδυνα. Στο παλιό μουσείο μπροστά, υπήρχε ένας παλιός πίνακας, τεράστιος, φτιαγμένος τη δεκαετία του ‘50-‘60, δε θυμάμαι πότε, κι ήταν εκτεθειμένος έξω. Και κόπηκε το ρεύμα στην Ακρόπολη. Οι γενικές ασφάλειες σε αυτόν τον πίνακα, μη νομίζεις ότι είναι μια ασφάλεια του σπιτιού σου, είναι τεράστια πράγματα, έτσι; Και πήγαμε εμείς μέσα στην καταιγίδα να σηκώσουμε, να διορθώσουμε το αυτό. Άρχισαν να πετάνε φλόγες και συνειδητοποίησα, του λέω: «Ρε Νίκο, είσαι καλά; Τι ήρθαμε εδώ να κάνουμε, θες να σκοτωθούμε;» Γιατί αυτό ήταν ένα ερείπιο. Το οποίο αντικαταστάθηκε μετά βέβαια, όταν διορθώθηκε το μουσείο για το 2004. Γιατί δεν ήξερες πού ήταν η διαρροή ρεύματος. Και δε μιλάμε για ρεύμα… Μιλάμε σε κάνει λιώμα, έτσι; Ούτε τα κόκκαλα δε μένουν. Εκεί, λοιπόν, αισθάνθηκα πραγματικά να κινδυνεύω. Αλλά όσο ήμασταν εμείς στην Ακρόπολη, δεν μπήκε ξένο συνεργείο μέσα. Είχαμε την ευθύνη, αναλάβαμε τις ευθύνες μας κι όλα αυτά, τα φτιάχναμε εμείς.
Συγκινητικά είναι όλα αυτά τα γεγονότα που γίνονται στην Ακρόπολη με τις αυτοκτονίες. Δηλαδή, στην καριέρα μου είχα είκοσι έξι. Δύο γίνανε σχεδόν μπροστά μου. Η μια εντελώς μπροστά μου, ήμουν από κάτω στα βράχια κι έπεσε μπροστά μας. Κι ένας άλλος που έπεσε στη σημαία διαμαρτυρόμενος γιατί έπιασε το βράδυ τη γυναίκα του με άλλον. Βοήθησα τους πυροσβέστες να τον κατεβάσουν από τα βράχια, γιατί ήταν σε νεκρό σημείο εκεί πέρα που έπεσε. Κι όταν ανέβηκα πάλι απάνω, το γκρουπ δεν είχε φύγει γιατί είχε τρελαθεί, είχαν τρελαθεί όλοι από τη στεναχώρια τους. Λέω: «Τι έγινε ρε παιδιά;» Και μου είπε ο διερμηνέας, ο ξεναγός που είχε το γκρουπ, μου είπε ότι: «Έτσι κι έτσι έγινε το βράδυ στο ξενοδοχείο και της είπε ότι: “Αύριο θα τα πούμε”. Κι εννοούσε αυτό».
Όλα τα μυστικά της Ακρόπολης, τα έχω δει όλα. Δεν υπάρχει τα περίεργα που βρίσκαμε. Ανοίγαμε ένα καπάκι, ας πούμε, και δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε. Εκεί που είναι η σημαία, παράδειγμα, όλο αυτό είναι ένα βάθρο μέχρι κάτω, με σκάλα σιδερένια στον τοίχο, αυτές οι καραβόσκαλες. Στα Προπύλαια, που ανεβαίνοντας απάνω αριστερά, έχει ένα καπάκι που έχει μέσα δεξαμενή νερού, η γνωστή που τροφοδοτούσε κρυφά με νερό τους εγκλωβισμένους στην Ακρόπολη τότε, Ανδρούτσος και τα λοιπά κι οι Τούρκοι δεν ξέρανε πώς διάολο ζουν αυτοί με νερό απάνω. Ανακαλύπταμε πράγματα εμείς που είχανε ξεχαστεί.
Η νύχτα στην Ακρόπολη είναι μαγευτική, εκεί πάνω. Εμείς που ανεβαίναμε τη νύχτα, τη νύχτα αισθάνεσαι πραγματικά να είσαι με τον Θεό. Είχαμε αλεξικέραυνα κι αυτά, ανεβαίναμε για να τα συντηρήσουμε κι ανεβαίναμε εκ των πραγμάτων στην κορυφή, στη κορυφή της κορυφής, έτσι; Στον Παρθενώνα. Αισθάνεσαι μόνος σου με τα μνημεία, δεν έχεις θορύβους, δεν έχεις τέτοια πράγματα, δεν ανεβαίνεις πιο ψηλά. Κι εκεί, πραγματικά αισθάνεσαι δέος.
Τη νύχτα βέβαια εκεί πέρα παλιότερα υπήρχανε κι οι χελώνες οι μεγάλες, είχαμε μια αλεπουδίτσα που έβγαινε τη νύχτα, ζούσανε εκεί πέρα. Μετά χάθηκε, όταν καθαρίσαμε τα βράχια και μετά, εξαφανίστηκε. Είχαμε κοτσύφια που μέναν και τον χειμώνα. Ήταν μόνιμα τα κοτσύφια, δηλαδή δε φεύγανε να μεταναστεύσουν τα κοτσύφια Βόρεια. Είχαμε πολλές γάτες στην Ακρόπολη οι οποίες ήταν διάσημες οι γάτες αυτές. Πιο πολυφωτογραφημένες γάτες δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.
Τις Κυριακές ή τις γιορτές ή διάφορες εορταστικές μέρες ανεβαίνανε τσολιάδες της Προεδρικής Φρουράς. Ανεβαίνανε βέβαια με την παραδοσιακή στολή του τσολιά και με τα τσαρούχια με τις πρόκες. Κι ανεβαίνανε και κάνανε όλοι μαζί ένα βήμα, «κρα-κρου», ξέρω ‘γω, ανεβαίνανε λίγο δύσκολα οι άνθρωποι για να ανέβουν στα Προπύλαια, γιατί τα Προπύλαια είναι με μάρμαρα και γλιστράγανε οι άνθρωποι, αλλά εν πάση περιπτώσει, είχαν εκπαιδευτεί. Εκεί ανακάλυψα λοιπόν μια φορά, ένας της Προεδρικής Φρουράς αξιωματικός έδινε το σύνθημα μπροστά στις Καρυάτιδες και σταματάγανε και γύρναγαν οι στρατιώτες και λέγανε οι στρατιώτες, οι τσολιάδες: «Καλημέρα κορίτσια!» στις Καρυάτιδες. Και συνεννοηθήκαμε λοιπόν με έναν άλλον συνάδελφο και του λέω: «Δε γίνεται, θα τους κάνουμε πλάκα, δεν υπάρχει περίπτωση». Πήγα λοιπόν μέσα απ’ το μνημείο, πήγα πίσω από μια Καρυάτιδα, κρύφτηκα, και την ώρα που είπαν αυτοί: «Καλημέρα κορίτσια!» βγαίνω εγώ στην άκρη κι είπα «Καλημέρα αγόρια!»
Είχα ξεφύγει. Δηλαδή, δε με ενδιέφερε αν θα ήταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ή αν ήταν διάσημοι ηθοποιοί και τα λοιπά, εγώ μίλαγα σε όλους σαν να είναι ο άνθρωπος μου, σαν να είναι ο πατέρας μου, σαν να είναι η αδελφή μου, δε με ενδιέφερε και τόσο, δηλαδή. Όπως έλεγα στον Παπούλια πίσω από το αυτί, ξέρω ‘γώ: «Πρόεδρε, έχω ωραίο τσιπουράκι από τα Γιάννενα!» Και μου έλεγε: «Όχι, δε γίνεται τώρα, εγώ είμαι Πρόεδρος!» ας πούμε. Ναι, κι εντάξει, την άλλη μέρα μάς έστειλε ένα μπουκάλι τσίπουρο δώρο, μας κέρασε, ήταν ωραίος αυτός.
Ο Άγιος Χαράλαμπος είναι ο προστάτης των μαρμαροτεχνιτών και των πετράδων, είναι δηλαδή ο μάστορας, ας πούμε, ο Άγιος μάστορας. Στη γιορτή αυτή, λοιπόν, γινόταν μια εκδήλωση απ’ τα συνεργεία της Ακρόπολης. Σε ένα από τα εργαστήρια που ήταν οι μαρμαροτεχνίτες, αναμεράγαν τους πάγκους που σκαλίζανε όλη μέρα μάρμαρα και κάνανε έναν χώρο κι έφερνε ο καθένας τη γυναίκα του, ξέρω γω και τα λοιπά, ένα μεζεδάκι, ένα κρασάκι… Από τις 10-11 αυτή η δουλειά, μπορεί να κράταγε και μέχρι τις 5 το απόγευμα. Κι έκλεινε η Ακρόπολη, ας πούμε, και πάλι αυτοί συνεχίζανε, εμείς δηλαδή. Εγώ βεβαίως από όταν βγήκα στη σύνταξη, κάθε χρόνο ήμουνα στη γιορτή εκεί, δεν ήθελα και δεν έχω χάσει ακόμα τις επαφές μου με τους συναδέλφους.
Όλο το συνεργείο ήμασταν χαμηλών τόνων. Ήμασταν όμως οι άρχοντες, με την έννοια του ότι ό,τι ζημιά γινόταν, ήμασταν εμείς οι πρωταγωνιστές. Εμείς τρέχαμε και μας ξέρανε όλοι και μας αγαπάγανε. Δε χαλάγαμε χατίρι, δε λέγαμε στον άλλον ότι: «Δεν το κάνω» ή «Άσε μας ρε φίλε», κτλ. δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα στο συνεργείο το δικό μας. Μας αγαπούσαν οι άνθρωποι στο συνεργείο κι όλοι όπου μπαίνω τώρα, όλοι με αγαπάνε. Το ξέρω, το βλέπω, δεν υπάρχει άνθρωπος να μη με αγαπάει εκεί πέρα. Πας για μισή ώρα να τους δεις και κάθεσαι μέχρι το απόγευμα.
Ήμουν άρχοντας. Δηλαδή, όπου πήγαινα, με χαιρετούσανε. Πιο άρχοντας, δεν υπάρχει.