Αριστοτέλης Ζερβούδης, επαγγελματίας δύτης. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1964. Πάντα μου άρεσε το νερό. Την κατάδυση την ξεκίνησα σαν χόμπι και μετά εξελίχθηκε σε κάτι πιο, ας το πούμε, σοβαρό από τις τουριστικές καταδύσεις και τις καταδύσεις αναψυχής. Έγινα εκπαιδευτής καταδύσεων κι ασχολήθηκα κι επαγγελματικά με τις καταδύσεις, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ναυάγια πλοία κι αεροπλάνα της εποχής. Διαβάζοντας, άρχισα να με ενδιαφέρει να βρω πράγματα τα οποία έχουν μείνει στο βυθό της θάλασσας από τότε, σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος, να το πω έτσι.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 είχαμε πληροφόρηση από τους ψαράδες της Αναβύσσου ότι πίσω από το νησί, πιάνουν στα δίχτυα τους μεταλλικά αντικείμενα, καραβάνες και μάλιστα, ονόμαζαν το σημείο «το ναυάγιο με τις καραβάνες». Οπότε αποφασίσαμε τότε με το ζευγάρι μου στις καταδύσεις, τον Αντώνη τον Γράφα, ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε.
Κάποια στιγμή, μετά από πολλές καταδύσεις και διαδρομές, βρήκαμε κάποια συντρίμμια και βρήκαμε και μερικά μεταλλικά κουτιά, να το πω έτσι, τα οποία τα ανελκύσαμε για να δούμε τι είναι. Τα καθαρίσαμε κι εκεί εμφανίστηκαν χαραγμένα ονόματα, τα οποία ήταν όλα ιταλικά. Εκεί, αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι έχουμε βρει ένα ναυάγιο ιταλικό. Μας πήρε -μου πήρε, βασικά- δύο χρόνια, δηλαδή από το 1999 μέχρι το 2001, έρευνα σε αρχεία, γερμανικά αρχεία, μέχρι να βρω ποιο πλοίο ήταν.
Το ΟΡΙΑ ήταν ατμόπλοιο νορβηγικό, επιταγμένο από τους Γερμανούς. Κάποια στιγμή ήρθε στην Ελλάδα και μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1943, όπου η Ιταλία συνθηκολόγησε και παραδόθηκαν οι περισσότερες φρουρές Ιταλών στην Ελλάδα, του ανέθεσαν να μεταφέρει τις φρουρές της Λέρου και της Ρόδου στον Πειραιά, για να τους μεταφέρουν στη συνέχεια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ουσιαστικά το υπερφόρτωσαν το πλοίο, δηλαδή έβαλαν κόσμο στα αμπάρια, μαζί με εμπορεύματα.
Και ξεκινώντας από τη Ρόδο, το βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου του 1944 ερχόταν από το Σούνιο προς τον Πειραιά εν μέσω καταιγίδας, μία απ’ τις χειρότερες που έχουν δει εδώ οι ντόπιοι, δηλαδή είχε 11 Νοτιοδυτικό, καταιγίδα, χαλάζι, ομίχλη… Ο καπετάνιος έκανε λάθος υπολογισμό, μπέρδεψε λίγο την πορεία του, τον πήρε και ο αέρας προς τα δεξιά και παρότι τον είχαν ειδοποιήσει με φωτοβολίδες τα συνοδά, γιατί υπήρχαν και τρία συνοδά γερμανικά πλοία μαζί, τον έριξε πάνω στα βράχια. Χτύπησε με τη δεξιά πλευρά στο νοτιοανατολικό άκρο του Πατρόκλου και μέσα σε μιάμιση-δύο ώρες, έσπασε σε δύο κομμάτια και βυθίστηκε.
Πολλοί προσπάθησαν να πηδήξουν στα βράχια του νησιού, τα οποία ήταν ακριβώς δίπλα, αλλά λόγω της μεγάλης θαλασσοταραχής, ουσιαστικά τους συνέθλιψε το πλοίο, το οποίο το χτυπούσε η θάλασσα πάνω στα βράχια, κι αυτοί ήταν ανάμεσα. Κάποιοι πήδηξαν, βέβαια, στα βράχια και μπόρεσαν, σώθηκαν. Κάποιοι έπεσαν στο νερό, πιάστηκαν σε διάφορα κομμάτια ξύλου και τους πήρε ο Νοτιάς και τους έβγαλε στην παραλία του Χάρακα, τη νύχτα.
Σώθηκαν περίπου δεκαπέντε Ιταλοί, δέκα-δεκαπέντε Γερμανοί κι ο Έλληνας μηχανικός μαζί με τον Νορβηγό καπετάνιο. Αυτοί είναι οι διασωθέντες. Είχαν στο κατάστρωμα αιχμαλώτους κι είναι κι αυτοί οι ελάχιστοι οι οποίοι διεσώθησαν τελικά, γιατί οι υπόλοιποι μέσα στα αμπάρια δεν μπόρεσαν να βγουν ποτέ. Όπως καταλαβαίνετε, πλημμύρισαν τα πάντα κι έμειναν εκεί. Αρχές της δεκαετίας του ‘50 που εμφανίστηκε εδώ ένα καταδυτικό συνεργείο για να κόψει τα σίδερα -γιατί τότε όπως καταλαβαίνετε υπήρχε μεγάλη πείνα στη χώρα και τα σίδερα ήθελαν να τα πουλήσουν για να τα κάνουν κατσαρόλες, όπως λέγανε τότε- κόψανε τα αμπάρια κι ήταν όλοι μέσα.
Το ναυάγιο, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε βρει, είναι το τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο και βέβαια, το μεγαλύτερο στη Μεσόγειο. Οι απώλειες είναι περίπου 4100 Ιταλοί, είκοσι-είκοσι πέντε άτομα είναι το πλήρωμα, είναι Γερμανοί κι Έλληνες, κι είναι και καμιά εξηνταριά Γερμανοί. Για τους επόμενους μήνες, έβγαιναν πτώματα παντού, διάσπαρτα, είτε εδώ, είτε μέχρι το Λαγονήσι, πίσω απ’ τα Λεγρενά, μετά τον Χάρακα. Τα πήραν και τα έβαλαν σε έναν ομαδικό τάφο, λίγο πιο πάνω απ’ την παραλία.
Στα μέσα του ‘50 ήρθαν άνθρωποι της ιταλικής κυβέρνησης, ξέθαψαν τους περισσότερους και πήραν τα οστά, τα οποία απ’ ό,τι έχουμε μάθει έχουν πάει στο Κοιμητήριο του Μπάρι, όπου είναι οι άγνωστοι στρατιώτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ντόπιοι το ξέρανε, απλά μετά τον πόλεμο, από τη στιγμή που κόπηκε, εξαφανίστηκε, δεν φαινόταν και η πλώρη πια, τα πήραν όλα, ξεχάστηκε. Δεν ασχολήθηκε κανείς με την ιστορία και απλά, πέρασε στη λήθη.
Οπότε το 2002 έκανα την πρώτη, παγκοσμίως, δημοσίευση σχετικά με το ναυάγιο. Για μια δεκαετία δεν είχε συμβεί τίποτα. Είχα απευθυνθεί στην ιταλική την πρεσβεία τότε, επίσης τους είχα προσκομίσει κι ένα βίντεο, ο τότε πρέσβης και ο τότε στρατιωτικός ακόλουθος δεν είχαν δείξει ενδιαφέρον. Και δέκα χρόνια μετά, επικοινώνησε ο πρώτος Ιταλός μαζί με μία άλλη κοπέλα, οι οποίοι είχαν συγγενείς στο ΟΡΙΑ, για να με ρωτήσουν κάποια πράγματα. Τους είχανε ως αγνοούμενους, όλες οι οικογένειες έλαβαν ένα χαρτί με το τέλος του πολέμου, ότι ο συγγενής του αγνοείται κάπου στο Αιγαίο ή στη Μεσόγειο.
Μετά από έρευνες, βρέθηκε η λίστα των επιβαινόντων στον Ερυθρό Σταυρό. Οι Γερμανοί είχαν καταγράψει τα πάντα. Και ξαφνικά, βρήκαμε ποιοι ήταν οι άνθρωποι που ήταν επάνω. Οπότε εκεί άρχισε πλέον να δημιουργείται ένα δίκτυο οικογενειών των χαμένων του ΟΡΙΑ στην Ιταλία. Σήμερα που μιλάμε έχουν βρεθεί 350 οικογένειες. Από τις 4100, φανταστείτε…
Από αυτές τις 350 οικογένειες, έτυχε να έχω βγάλει δέκα καραβάνες που ανήκουν σε αυτούς. Έχουμε ζήσει συγκλονιστικές στιγμές παραδίδοντας τα προσωπικά αντικείμενα αυτών των ανθρώπων, γιατί η καραβάνα δεν είναι απλό κουτί, έχει μέσα και προσωπικά είδη. Δηλαδή ανοίγεις και μπορεί να έχει το ποτήρι του, το πιρούνι του, μέχρι την οδοντόπαστά του, δηλαδή. Σε μία περίπτωση, έγραφε στα ιταλικά ότι: «Μαμά, σ’ αγαπώ και θα γυρίσω πίσω». Κι οι περισσότεροι Ιταλοί έχουν γράψει μηνύματα στις μαμάδες τους πάνω στις καραβάνες, δηλαδή, όλοι είχαν ένα μήνυμα ότι θέλουμε να γυρίσουμε πίσω.
Παραδώσαμε την καραβάνα εκεί, ήρθαν οι συγγενείς του ανθρώπου, εκεί εντάξει, μεγάλη χαρά. Κι όταν φτάσεις στο σημείο, αν το παραδώσω εγώ δηλαδή, το αντικείμενο, σας λέω έχω ζήσει πολύ περίεργες καταστάσεις. Έχω μία περίπτωση, που η αδερφή του ανθρώπου που χάθηκε όταν πήγα στην Ιταλία να το παραδώσω, με πήρανε νύχτα, 12 η ώρα το βράδυ, από εκεί που τρώγαμε, μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω. Και με πήγαν σε ένα απομακρυσμένο μέρος, πάνω σε ένα ποτάμι, σε μια γέφυρα, σε ένα ποτάμι, και μου λέει: «Θέλουμε εδώ να μας το παραδώσεις, γιατί», λέει, «να ‘ναι κοντά στο νερό».
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, που πλέον όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έρθει εδώ, έχω πάει εγώ τόσες φορές εκεί, είναι σαν να έχω μια δεύτερη οικογένεια. Αισθάνεσαι κάτι περίεργο τώρα εκεί, ειδικά όταν βλέπεις και πράγματα κάτω, έτσι; Και τα παλιά χρόνια, υπήρχαν και οστά, δηλαδή δεν ήταν μόνο τα αντικείμενα, υπήρχαν και υπολείμματα από τους ανθρώπους. Είχα πέσει πάνω σε ένα κεφάλι, να το πω έτσι, και προσπαθώντας να βγάλω την άμμο με το χέρι για να μπορέσουμε να τραβήξουμε κάποιες φωτογραφίες, γιατί γύρω υπήρχαν και οστά, αυτό για κάποιο λόγο σηκώθηκε με το ρεύμα, σηκώθηκε κι όπως ήμουν εγώ, ήρθε μπροστά μου. Ήτανε πολύ περίεργο συναίσθημα, μπορεί να τρόμαξα και λίγο.
Τοποθετήσαμε μία πλάκα αφιερωμένη στα θύματα του ναυαγίου περιμετρικά, ας το πω έτσι, των συντριμμιών. Μου απονεμήθηκε ένας τίτλος κι ένα παράσημο απ’ το Ιταλικό Κράτος. Εντάξει, είναι μία ηθική αμοιβή. Δεν νομίζω ότι έχει αντιληφθεί η Ελληνική Πολιτεία τη σημασία τόσο την ιστορική και τη συναισθηματική αξία, εν πάση περιπτώσει, αυτού του ναυαγίου. Όταν καταλαβαίνεις τον αριθμό των απωλειών, δηλαδή είναι ένα νούμερο το οποίο είναι μια πόλη ολόκληρη, μπορείς να καταλάβεις ποια είναι η φρίκη του πολέμου. Να αντιληφθείς ότι η ειρήνη είναι ένα υπέρτατο αγαθό.
Το ΟΡΙΑ δεν έχει τελειώσει. Γιατί είναι κι απαίτηση των οικογενειών. Γιατί όλοι περιμένουνε να βγει ένα αντικείμενο δικό τους, που να ανήκει σε αυτούς. Και λαμβάνω μηνύματα συνεχώς: «Μήπως βρήκες του τάδε;» «Μήπως έχεις βρει κάτι;» «Μήπως έχεις βρει αυτό το όνομα;» κι εντάξει, προσπαθούμε να βοηθήσουμε. Γιατί κι εμένα ο πατέρας μου πολέμησε το ‘42, δηλαδή πήγε εθελοντής. Οπότε αν μου είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο, θα ήθελα να ξέρω, να μάθω πού χάθηκε ο πατέρας μου ή πού βρίσκεται.